- βουνοποριά
- ηη ορεινή διάβαση, το πέρασμα μέσα από βουνά: Η βουνοποριά ακολουθείται από τη σιδηροδρομική γραμμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.